κομπορρήμων

κομπορρήμων
vantard

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • κομπορρήμων — ον, αρσ. και ονας (Μ κομπορρήμων, ον) αυτός που μιλά κομπαστικά, καυχηματίας, αλαζόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + ρρήμων (< ρῆμα), πρβλ. ευθυ ρρήμων, μεγαλο ρρήμων] …   Dictionary of Greek

  • κομπορρημονώ — [κομπορρήμων] περιαυτολογώ, μεγαλαυχώ, κομπάζω, λέω κομπαστικά λόγια …   Dictionary of Greek

  • ευθυρρήμων — εὐθυρρήμων, ον (Α) αυτός που μιλάει με ευθύτητα, αυτός που λέει τα πράγματα όπως είναι. επίρρ... εὐθυρρημόνως με ελευθερία λόγου, με παρρησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + ρήμων (< ρήμα < θ. ρη τού είρω «λέγω, δηλώνω», πρβλ. ρη τός, ρη θήσομαι),… …   Dictionary of Greek

  • κομπολακύθης — και κομπολάκυθος, ὁ (Α) (κωμ. λ. στον Αριστοφ.) μεγάλος κομπαστής, κομπορρήμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + λάκυθος, ἡ «καλλωπισμός τού λόγου»] …   Dictionary of Greek

  • κομπολόγος — κομπολόγος, ον (Α) κομπορρήμων, καυχησιολόγος, κομπαστής. επίρρ... κομπολόγως (Α) με κομπασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + λόγος (< λόγος), πρβλ. ηθο λόγος, υμνο λόγος] …   Dictionary of Greek

  • κομπορρηματοχρηματομετεωροφέναξ — κομπορρηματοχρηματομετεωροφέναξ, ὁ (Μ) (ως κωμικό επίθ. τού Κροίσου) αυτός που κομπορρημονεί για τα πλούτη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομπορρήμων «αλαζόνας» + χρῆμα + μετεωροφέναξ «αυτός που εξαπατά με την αστρολογία»] …   Dictionary of Greek

  • κομπορρημοσύνη — η (Μ κομπορρημοσύνη) [κομπορρήμων] μεγαλαυχία, περιαυτολογία, κομπασμός …   Dictionary of Greek

  • κομπόδοξος — κομπόδοξος, ον (Μ) περήφανος, αλαζόνας, κομπορρήμων, καυχησιολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό δοξος, φιλό δοξος] …   Dictionary of Greek

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • υψήγορος — ον, Α 1. αυτός που μιλάει κομπαστικά, κομπορρήμων, αλαζόνας 2. (σχετικά με ύφος) υψηλός, μεγαλοπρεπής. επίρρ... ὑψηγόρως Α με υψηλό, με μεγαλοπρεπές ύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. μεγαλ ήγορος, με έκταση λόγω… …   Dictionary of Greek

  • υψίκομπος — ον, Μ κομπορρήμων, αλαζόνας. επίρρ... ὑψικόμπως Α με κομπορρημοσύνη, αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κόμπος «κομπασμός» (πρβλ. πολύ κομπος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”